αντιμάμαλο

αντιμάμαλο
το
ο αντίχτυπος των κυμάτων στην ακτή.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αντιμάμαλο — το 1. παλινδρομικό κύμα, ελαφρός κυματισμός της θάλασσας από χτύπημα του κύματος σε βραχώδη ακτή ή από πέρασμα πλοίου 2. θαλασσοταραχή 3. δυσκολία, ταλαιπωρία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”